- ὕδνου
- ὕδνονtruffleneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρούφα — η (λ. γαλλ.) 1. είδος λάχανου, ύδνο, χοιρόχορτο. 2. γλύκισμα σοκολάτας σε σχήμα ύδνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)